elparlaw84@yahoo.com
+306937264659

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΚΥΡΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ

Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του Α.Κ. Επομένως, η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη μπορεί να προσβληθεί από τον εργαζόμενο ως καταχρηστική, εφόσον, πληροί μεν τις προϋποθέσεις της τυπικής νομιμότητας της καταγγελίας, αλλά συνιστά υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Οπότε, είναι σκόπιμο να διακρίνουμε την καταγγελία, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, από την καταχρηστική καταγγελία, παρόλο που συνέπεια και των δύο αυτών ελαττωμάτων είναι, εν τέλει, η ακυρότητα της καταγγελίας. Προϋποθέσεις έγκυρης τακτικής καταγγελίας Οι προϋποθέσεις έγκυρης τακτικής καταγγελίας είναι οι ακόλουθες: – Γραπτή κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στον εργαζόμενο. Η προφορική καταγγελία είναι άκυρη. -Τήρηση ορισμένου χρόνου προειδοποίησης, που είναι ανάλογος με τον χρόνο προϋπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη. – Χορήγηση αποζημίωσης, η οποία είναι ανάλογη με τον χρόνο προϋπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη. – Αναγγελία της απόλυσης στον ΟΑΕΔ μέσα σε 8 ημέρες από την κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας στον εργαζόμενο. Η παράλειψη της προϋπόθεσης αυτής δεν ακυρώνει την καταγγελία, αλλά έχει ποινικές συνέπειες για τον εργοδότη. Η άτακτη καταγγελία είναι η μοναδική μορφή καταγγελίας για τους εργάτες και η πιο συνηθισμένη για τους υπαλλήλους. Οι προϋποθέσεις έγκυρης άτακτης καταγγελίας είναι οι ίδιες με την τακτική χωρίς την προϋπόθεση της προειδοποίησης. Περιπτωσιολογία καταχρηστικής καταγγελίας Καταγγελία της σχέσης εργασίας, που πληροί τις προϋποθέσεις τυπικής νομιμότητας, όπως αυτές αναφέρονται περιληπτικά παραπάνω, μπορεί να είναι, παρόλα αυτά καταχρηστική, εφόσον υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Ως εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής, σε εργάτη, ή υπάλληλο των εργασιών, ή επιχειρήσεων, νοείται κάθε απότομο γεγονός, βίαιο γεγονός, εφόσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες ή και απώλεια ζωής ακόμα. Βίαιο γεγονός σημαίνει να υπάρχει έκτακτη και αιφνίδια επίδραση εξωτερικού παράγοντα, που δεν έχει σχέση με την οργανική κατάσταση του εργαζομένου. Ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων. Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους, κατά τα άρθρα 299 και 932 ΑΚ είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, ή από την ειδική αποζημίωση κατά τον ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 855/2010). Η υποχρέωση αποζημίωσης κατά το κοινό δίκαιο ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρο 914 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ (ΑΠ 1858/2011). Για να δικαιούται ο εργαζόμενος – παθών σε εργατικό ατύχημα, χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος παράλειψη- πταίσμα και ευθύνη του εργοδότη, δηλαδή να είναι αυτός υπαίτιος του ατυχήματος. Τέτοιο πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων. Για τον προσδιορισμό του ύψους της εύλογης αποζημίωσης, το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσης σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. Σε αντίθεση με τα παραπάνω ο εργαζόμενος δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη (Α.Π 703/2013 Εργατικό Ατύχημα – Αποζημίωση για ηθική βλάβη – Εύλογη χρηματική ικανοποίηση).

ΟΦΕΙΛΩΜΕΝΟΙ ΜΙΣΘΟΙ - ΥΠΕΡΗΜΕΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

Η ισχύουσα εργασιακή νομοθεσία προβλέπει μέτρα προστασίας της αξίωσης για πληρωμή του μισθού, τα οποία αποσκοπούν να εξασφαλίσουν για τον εργαζόμενο ότι με οποιεσδήποτε συνθήκες θα πληρωθεί τον μισθό του. Οι διατάξεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Δεδομένης της σημασίας του μισθού για τη διαβίωση του εργαζομένου, ο νόμος έχει λάβει μέτρα για την προστασία του. -Απαγορεύεται να συμψηφιστεί ο μισθός με απαιτήσεις που έχει ο εργοδότης από τον εργαζόμενο για οποιαδήποτε αιτία (ζημία, δάνειο), εφόσον ο μισθός είναι απόλυτα αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του, εκτός από τυχόν απαιτήσεις κατά του εργαζομένου για ζημία που προξένησε με δόλο κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Επιτρέπεται, ωστόσο, η παρακράτηση ποσού από τον μισθό εκ των ως άνω αιτίων, εφόσον αυτή είναι εύλογη και το υπόλοιπο ποσό καλύπτει τις ανάγκες του εργαζομένου και της οικογένειάς του. -Απαγορεύεται η κατάσχεση ή εκχώρηση του μισθού σε τρίτους. -Απαγορεύεται η κατάσχεση των αποδοχών στα χέρια του εργοδότη με τις εξής δύο εξαιρέσεις: α) Μέχρι το 1/2 του ύψους τους για την ικανοποίηση διατροφής από τον νόμο και β) μέχρι το 1/4 του μισθού ή το 1/5 του ημερομισθίου για χρέη του εργαζομένου προς το Δημόσιο. Παράλληλα ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που δεν του καταβάλλεται ο συμφωνημένος μισθός, έχει τις εξής δυνατότητες: -Να διεκδικήσει δικαστικά και εντόκως τους δεδουλευμένους μισθούς, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση για ζημία που υπέστη. Η αξίωσή του αυτή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Σε περίπτωση παράνομης απόλυσης, η αξίωση για καταβολή μισθών υπερημερίας υπόκειται σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία. Αυτό σημαίνει ότι η σχετική αγωγή πρέπει να ασκηθεί (κατάθεση και κοινοποίηση) μέσα σε τρεις μήνες, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. – Να θεωρήσει την καθυστέρηση βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας του (με τα συναφή δικαιώματα). -Να θεωρήσει την καθυστέρηση καταγγελία της σύμβασής του (με τα ανάλογα δικαιώματα). -Να ζητήσει την κήρυξη του εργοδότη σε κατάσταση πτώχευσης. – Να ζητήσει την ποινική δίωξη του εργοδότη. -Να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας του.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΠΟΛΥΣΗΣ

Σε περίπτωση που ο εργοδότης απολύσει τον μισθωτό (υπάλληλο ή εργάτη) μετά από συμπλήρωση  εργασίας ενός έτους στην δική του επιχείρηση, υποχρεώνεται να καταβάλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που δικαιούται. (σχετ.Νομ.2112/1920 και Β.Δ. 16/18.7.1920.) Για τους απολυόμενους με την ιδιότητα του υπαλλήλου, η αποζημίωση δύναται να είναι μειωμένη όταν υπάρχει έγγραφη προειδοποίηση από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο περί της απολύσεως σε καθορισμένο από το νόμο χρόνο, εγγράφως. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσό αποζημίωσης ανέρχεται στο μισό του ποσού που θα δικαιούταν σε περίπτωση μη ειδοποίησης.

 

Translate »